Τρύφων

Τρύφων
I
Έλληνας γραμματικός από την Αλεξάνδρεια, που έζησε στους χρόνους του Αυγούστου και του Τιβέριου. Είχε μελετήσει τις τοπικές διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας και τα γλωσσικά ιδιώματα των Ελλήνων συγγραφέων. Έχουν σωθεί αποσπάσματα από τα έργα του Πάθη των λέξεων και Τέχνη γραμματική.
II
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης (928-931 Μετά τον θάνατο του οικουμενικού πατριάρχη Στεφάνου B’, οι αυλικοί ανέβασαν στον θρόνο τον T., που ήταν μοναχός στη Μικρά Ασία. Ο Τ. χειροτονήθηκε πατριάρχης με τη συμφωνία να παραιτηθεί, όταν ενηλικιωθεί ο Θεοφύλακτος, γιος του βασιλιά Ρωμανού του Λεκαπηνού, ο οποίος προοριζόταν ως διάδοχος του Στεφάνου. Όταν ο Θεοφύλακτος ενηλικιώθηκε, ο Τ. αρνήθηκε να παραιτηθεί χωρίς συνοδική απόφαση. Με πανουργίες όμως του Θεοφάνη, μητροπολίτη Καισαρείας, ο Τ. αποδείχθηκε αγράμματος και έτσι καθαιρέθηκε το 931, ξαναγυρίζοντας στη μοναχική του ζωή. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Απριλίου.
2. Χηνοτρόφος που καταγόταν από τη Φρυγία. Μαρτύρησε στα χρόνια του Δεκίου (249-251). Η μνήμη του τιμάται την 1 Φεβρουαρίου.
3. Μαζί του μαρτύρησαν οι Δορυμέδων και Τρόφιμος. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Σεπτεμβρίου.
4. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, κρεμασμένος από μια ιτιά. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Δεκεμβρίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Τρύφων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυφῶν — τρύφος that which is broken off neut gen pl (attic epic doric) τρυφάω live softly pres part act masc voc sg τρυφάω live softly pres part act neut nom/voc/acc sg τρυφάω live softly pres part act masc nom sg (attic epic ionic) τρυφάω live softly… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύφων — τρυφάω live softly imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρυφάω live softly imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ανδριανάκος, Τρύφων — (Λεόντιο Νεμέας 1885 – Αθήνα 1966). Γιατρός. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στη μαιευτική στο πανεπιστήμιο Βερολίνου. Διετέλεσε εσωτερικός γιατρός στο Δημόσιο Μαιευτήριο της Αθήνας, διευθυντής του γυναικολογικού τμήματος …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελίδης, Τρύφων — (Τρίγλεια Μικράς Ασίας 1863 – Αθήνα 1941). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο αναγορεύτηκε διδάκτορας. Ίδρυσε με τους αδελφούς Ιεροκλή και Κλ.… …   Dictionary of Greek

  • Τρύφους — Τρύφων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Трифон — (Τρύφων) греческое Род: муж. Отчество: Трифонович Трифоновна Другие формы: Труфан, Трухан Производ. формы: Триша, Тришка, Труша, Труха, Трухман, Трифаха Иноязычные аналоги: англ.  …   Википедия

  • Диодот Трифон — Διόδοτος δ Τρύφων Монета Диодота Трифона …   Википедия

  • Diodotus Tryphon — King Coin of Diodotus Tryphon. British Museum. Reign Seleucid kingdom: 142 BC – 138 BC …   Wikipedia

  • Goumenissa — Γουμένισσα Goumenissa Location …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”